- οριστικότητα
- ηη ιδιότητα ή η κατάσταση τού οριστικού, το να είναι κάτι αμετάκλητο, τελεσίδικο, τελειωτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < οριστικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριστικότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οριστικότητα — η η κατάσταση του οριστικού, σταθερότητα, μονιμότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)